κύπερος

κύπερος
(Cyperus). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των κυπεριδών, στο οποίο κατατάσσεται και ο πάπυρος (Cyperus papyrus). Το γένος περιλαμβάνει περίπου 700 είδη ριζωματωδών ποωδών φυτών, με παγκόσμια εξάπλωση, εκτός από τις πολύ ψυχρές περιοχές. Σημαντικός αντιπρόσωπος του γένους είναι το είδος Cyperus alternifolius, που καλλιεργείται στους κήπους για καλλωπιστικούς σκοπούς και στις όχθες μικρών διακοσμητικών λιμνών. Κατάγεται από τη Μαδαγασκάρη και δεν αντέχει στον παγετό. Αναπτύσσει πολλά στελέχη, ύψους 60-80 εκ., που φέρουν στην κορυφή τους μια κομψή τούφα από γραμμοειδή φύλλα. Τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθία σκιάδιο, με κοντές ακτίνες. Πολλαπλασιάζεται με σπέρματα και με διαχωρισμό της τούφας των στελεχών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει περίπου 10 είδη του γένους κ., όπως τα κ. ο μελανωπός, κ. ο ξανθωπός, κ. ο πυγμαίος, κ. ο εδώδιμος, κ. ο στρογγυλός, κ. ο μακρός κ.ά., όλα δυσεξόντωτα ζιζάνια των καλλιεργούμενων αγρών. άγρια κ. Φυτό γνωστό και με την επιστημονική ονομασία Cyperus longus της οικογένειας των κυπεριδών. Έχει τριγωνικό βλαστό, ύψους 40 εκ. έως 1 μ., με αρωματικό έρπον ρίζωμα και πολύ μακριά και τραχιά φύλλα. Τα άνθη του σχηματίζουν ταξιανθίες σκιάδια, ενώ ο καρπός του είναι τριγωνικό αχαίνιο. Το φυτό αυτό φυτρώνει σε τέλματα και σε όχθες ποταμών σχεδόν σε όλα τα μέρη της Ελλάδας.
* * *
(I)
κύπερος, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. κύπερη.
————————
(II)
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη κυπερώδη, οικογένεια κυπερίδες, από τα οποία γνωστότερα είναι ο Cyperus papyrus, ο πάπυρος τών αρχαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειοι λ., πρβλ. αγγλ. cyperus < λατ. cyperos < κύπειρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κύπερος — Cyperus rotundus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυπέρους — κύπερος Cyperus rotundus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Cyperus rotundus — Scientific classification Kingdom: Plantae (unranked) …   Wikipedia

  • κύπερη — η, και κύπειρος, ο, η (Α κύπειρος, δωρ. τ. κύπαιρος, ιων. τ. κύπερος, ὁ, και κύπειρις, ιδος και κυπειρίς, ίδος και κύπηρις, εως, ἡ, και κύπειρον, τὸ) ονομασία, κοινή σήμερα, τών ελληνικών ειδών τού γένους κύπερος και ειδικότερα τού ζιζανίου… …   Dictionary of Greek

  • κύπερον — κύπερον, τὸ (Α) [κύπερος] (κατά τον Ησύχ.) «κύπερα, τὰ σχοινία ἐκ κυπείρου πεπλεγμένα» …   Dictionary of Greek

  • πάπυρος — (κύπειρος ο πάπυρος). Φυτό της οικογένειας των κυπειροειδών (μονοκοτυλήδονα) με στερεά στελέχη, όρθια και τριγωνικά, τα οποία φτάνουν σε ύψος τα 3 μ. Στην κορυφή κάθε στελέχους υπάρχουν τα φύλλα, τριχοειδή και γυρτά, που σχηματίζουν κομψές και… …   Dictionary of Greek

  • πυριώ — άω, Α [πυρία] 1. βάζω κάποιον στο πυριατήριο, στο ατμόλουτρο 2. θερμαίνω 3. παθ. πυριῶμαι, άομαι α) θερμαίνομαι σε πυριατήριο β) χρησιμοποιούμαι ως πυριατήριο («[κύπερος] πρός τι πυριωμένη ἁρμόζει», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

  • κυπέρου — κύπερον rope made of neut gen sg κύπερος Cyperus rotundus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυπέρων — κύπερον rope made of neut gen pl κύπερος Cyperus rotundus masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυπέρῳ — κύπερον rope made of neut dat sg κύπερος Cyperus rotundus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”